- εὐλαβούμενον
- εὐλαβέομαιto be discreetpres part mp masc acc sg (attic epic doric)εὐλαβέομαιto be discreetpres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благобоязньствовати — БЛАГОБО˫АЗНЬСТВ|ОВАТИ (2*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Почитать бога, быть набожным, благочестивым: пьрвѣѥ оубо ѡ(т)рочьна им˫ашеть непокорьна. бл҃гобо˫азньствɤюща. паче вышьн˫аго достоиньства. (εὐλαβούμενον) ЖФСт XII, 55 об.; что створю пребоудоу ли. да не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek